- γλιτώνω
- sauver
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γλιτώνω — γλιτώνω, γλίτωσα, (σπάν.) γλιτωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλιτώνω — γλίτωσα, γλιτωμένος 1. μτβ., σώζω, λυτρώνω, απαλλάσσω κάποιον: Γλίτωσα χάρη σ’ έναν εξαιρετικό γιατρό. 2. αμτβ., απαλλάσσομαι, λυτρώνομαι από κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό: Γλίτωσε τη φυλακή γιατί δε βρέθηκαν μάρτυρες κατηγορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμπλέκω — ξέμπλεξα, ξεμπλέχτηκα, ξεμπλεγμένος 1. μτβ., γλιτώνω κάποιον από εμπλοκή ή μπέρδεμα: Ξέμπλεξέ μου το κουβάρι. 2. αμτβ., γλιτώνω, απαλλάσσομαι από εμπλοκή ή δυσάρεστη κατάσταση: Χρόνια έκανε να ξεμπλέξει απ τα δικαστήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαγκιστρώνω — 1. βγάζω το αγκίστρι από κάτι, απαγκιστρώνω 2. (σχετικά με άγκυρα) ανασπώ, σηκώνω, ξεγαντζώνω 3. μτφ. (ενεργ. και μέσ.) γλιτώνω, ξεφεύγω από δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ αγκιστρώνω (βλ. και λ. ξ[ε] * με στερ. σημ.), με σίγηση … Dictionary of Greek
ξεγαντζώνω — 1. βγάζω κάτι από τον γάντζο nou τό συγκρατεί («ξεγάντζωσε το αρνί») 2. ναυτ. ξεκοτσάρω 3. μτφ. γλιτώνω κάποιον που είναι επικίνδυνα παγιδευμένος ή στενά πολιορκημένος («δύσκολα τόν ξεγάντζωσε από τα χέρια τών ληστών») … Dictionary of Greek
απαγκιστρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ξαγκιστρώνω: Το ψάρι ήταν καλά πιασμένο κι ήταν αδύνατο ν απαγκιστρωθεί. 2. Γλιτώνω στρατιωτικό τμήμα από το να αποκλειστεί: Με την ενέργεια αυτή δόθηκε στο λόχο η ευκαιρία κι απαγκιστρώθηκε. Ουσ., η απαγκίστρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαλλάσσω — απάλλαξα, απαλλάχτηκα, απαλλαγμένος, ελευθερώνω, γλιτώνω: Οι κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν με βούλευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποφεύγω — απόφυγα 1. δεν πλησιάζω κάποιον: Τον τελευταίο καιρό με αποφεύγει συστηματικά. 2. ξεφεύγω, γλιτώνω: Είναι θαύμα το πώς αποφύγαμε τη σύγκρουση μ ένα άλλο αυτοκίνητο. 3. αρνιέμαι ή αναβάλλω να κάνω κάτι: Αποφεύγει να συζητήσει μαζί μας τη διαφορά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασώζω — διάσωσα και διέσωσα, διασώθηκα, περισώζω κάτι ακέραιο, γλιτώνω κάποιον από κίνδυνο ή κάτι από τη φθορά του χρόνου: Διασώθηκαν ελάχιστοι μετά την κατάρρευση της πολυκατοικίας από το σεισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιζώ — επέζησα 1. αμτβ., εξακολουθώ να ζω και ύστερα από κάποιο γεγονός (π.χ. θάνατο αγαπημένου προσώπου), επιβιώνω. 2. γλιτώνω το θάνατο, σώζομαι από κάποια καταστροφή: Από το βομβαρδισμό επέζησαν λίγοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυτρώνω — λύτρωσα, λυτρώθηκα, λυτρωμένος 1. ελευθερώνω κάποιον καταβάλλοντας λύτρα: Οι όμηροι λυτρώθηκαν από τους συγγενείς τους. 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό, σώζω, γλιτώνω: Ο θάνατος τον λύτρωσε από τη μακροχρόνια αρρώστια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)